παραπετάννυμαι

παραπετάννυμαι
Α
1. κρεμιέμαι ως παραπέτασμα μπροστά σε κάποιον
2. απλώνομαι κατά μήκος ή για πολύ
3. φρ. «παραπέπταται ὄρνις» — το πτηνό πετά μπροστά του με ανοιγμένα τα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πετάννυμαι «απλώνομαι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραπέτασμα — το, ΝΜΑ [παραπετάννυμαι] 1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.) 2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”