- παραπετάννυμαι
- Α1. κρεμιέμαι ως παραπέτασμα μπροστά σε κάποιον2. απλώνομαι κατά μήκος ή για πολύ3. φρ. «παραπέπταται ὄρνις» — το πτηνό πετά μπροστά του με ανοιγμένα τα φτερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πετάννυμαι «απλώνομαι»).
Dictionary of Greek. 2013.